κρεμεζής, -ιά, -ί

κρεμεζής, -ιά, -ί
(λ. ιταλ.)
1. αυτός που έχει χρώμα κρεμεζιού.
2. το ουδ., κρεμεζί ως ουσ., δηλώνει κόκκινο χρώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρεμεζής — ιά, ί (Μ κιρμιζής και κερμεζής, ίν, ουδ. και χριμιζίν) 1. κόκκινος, ερυθρός 2. το ουδ. ως ουσ. το κρεμεζί ή χριμιζίν το κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. κιρμιζής < αραβοτουρκ. kirmizi. Ο τ. κρεμεζής σχηματίστηκε με μετάθεση τού υγρού ρ και… …   Dictionary of Greek

  • κιρμιζής — και κερμεζής, ιά, ίν (Μ) βλ. κρεμεζής …   Dictionary of Greek

  • κρεμέζι — και κρεμέζιο, το (Μ κριμίζιν) [κρεμεζής] ερυθρή χρωστική ουσία που εξάγεται από το έντομο κέρμης …   Dictionary of Greek

  • κρεμεζένιος — και κρεμισένιος και χριμιζένιος, α, ο (Μ κιρμιζένιος) [κρεμεζής] φτειαγμένος από κόκκινο δέρμα ή ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • κρεμεζογαρίφαλο — το το κόκκινο γαρίφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμεζής + γαρίφαλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”